- στεγάζομαι
- στεγάζομαι, στεγάστηκα, στεγασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αυτοστεγάζομαι — στεγάζομαι με δικά μου μέσα ή με κρατική ενίσχυση, αλλά δική μου φροντίδα … Dictionary of Greek
δωματούμαι — δωματοῡμαι ( όμαι) (Α) στεγάζομαι … Dictionary of Greek
ενοικουρώ — ἐνοικουρῶ, έω (Α) [οικουρώ] (για φρουρά) διαμένω κάτω από στέγη, στεγάζομαι σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
οικοσιτώ — έω [οικόσιτος] 1. διατρέφομαι στο σπίτι 2. τρέφομαι στο σπίτι που στεγάζομαι πληρώνοντας αντίτιμο … Dictionary of Greek